αλκοολισμός

αλκοολισμός
Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική ευαισθησία κλπ.) είναι δυνατόν να παρουσιαστούν διαταραχές της συνείδησης, που αρχίζουν από ελαφριά διέγερση με ελαττωμένη δυνατότητα αυτοελέγχου και φτάνουν έως το κώμα και τον θάνατο. Στον χρόνιο α. παρουσιάζονται διαταραχές ποικίλου βαθμού του νευρικού συστήματος (τρεμούλιασμα, πολυνευρίτιδα, διανοητική σύγχυση, παραισθήσεις, τρομώδες παραλήρημα), του ήπατος (αλκοολική κίρρωση, δηλαδή καταστροφή του ιστού του οργάνου), του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος (αρτηριοσκλήρωση). Επιπλέον, τα άτομα που πάσχουν από α. παρουσιάζουν συνήθως διαταραχές της συμπεριφοράς, που χαρακτηρίζονται από αστάθεια της ψυχικής διάθεσης, περιορισμό της ικανότητας κρίσης και της βούλησης, ηθική κατάπτωση. Ο α. αποτελεί για πολλές χώρες πραγματική μάστιγα, εξαιτίας της μεγάλης διάδοσής του, γι’ αυτό και γίνονται πολλές προσπάθειες καταπολέμησής του. Ιδιαίτερα πρέπει να αναφερθεί η κίνηση που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι., γνωστή ως ποτοαπαγόρευση, που απέβλεπε στην απαγόρευση της πώλησης και κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Το 1871 πρώτη η πολιτεία Μέιν εξέδωσε απαγορευτικό νόμο· αργότερα και άλλες πολιτείες ακολούθησαν το παράδειγμά της, ενώ φιλανθρωπικές και γυναικείες οργανώσεις, κληρικοί και βιομήχανοι προπαγάνδιζαν την επέκταση αυτού του μέτρου σε ολόκληρη τη χώρα. Οι λόγοι που προκάλεσαν την ποτοαπαγόρευση από τη μια πλευρά υπήρξαν κοινωνικοί: συνέπειες του α. στην υγεία των νέων, σχέση του με την εγκληματικότητα κλπ. και από την άλλη οικονομικοί, γιατί είχε παρατηρηθεί ότι η κατάχρηση οινοπνεύματος είχε αρνητικές συνέπειες στην ικανότητα εργασίας των εργατών. To 1919 ψηφίστηκε τροποποίηση του αμερικανικού συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η απαγόρευση επεκτάθηκε σε όλες τις πολιτείες εκτός από δύο· η τροποποίηση αυτή ουσιαστικά καταργήθηκε το 1933-34 από έναν νέο νόμο που παραχωρούσε πάλι ελευθερία στις πολιτείες ως προς την πώληση οινοπνευματωδών, ενώ διατηρούσε σε ισχύ την απαγόρευση εισαγωγής οινοπνευματωδών από τις υγρές πολιτείες (wets) στις στεγνές (drys). Η ύπαρξη πολιτειών όπου η παραγωγή και η πώληση οινοπνεύματος ήταν ελεύθερη και όπου λειτουργούσαν μπαρ (σαλούν) τροφοδότησε έντονο λαθρεμπόριο και έγινε αιτία πολλών βίαιων επεισοδίων. Η ψυχική και σωματική φθορά που προκαλεί ο αλκοολισμός είναι ολοφάνερη στις μορφές που έχουν αυτοί οι πότες, που ζωγράφισε ο Εντγκάρ Ντεγκά στον πίνακά του με τίτλο «Αψέντι» (1877).
* * *
ο
Ιατρ.
ψυχολογική ή σωματική εξάρτηση από το οινόπνευμα, συνδεόμενη με χρόνια κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alcoholism < alcohol (πρβλ. αλκοόλη) + κατάλ. -ism (πρβλ. -ισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλκοολισμός — αλκοολισμός, ο και αλκολισμός, ο πάθος που φανερώνεται με τη συστηματική κατανάλωση μεγάλης ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών: Ο αλκοολισμός είναι μια μεγάλη κοινωνική πληγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αλκολίκι — το 1. ο αλκοολισμός, η κατάχρηση οινοπνεύματος 2. έντονη ροπή προς κάτι, έξη, πάθος, αδυναμία («έχει αλκολίκι με το ποδόσφαιρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκοόλ + παραγ. κατάλ. ίκι] …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματίαση — και οινοπνευμάτωση, η η οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση από κατάχρηση οινοπνεύματος ή οινοπνευματωδών ποτών, αλλ. αλκοολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οινόπνευμα + ίαση*] …   Dictionary of Greek

  • πιοτό — το / πιοτόν, ΝΜ κάθε υγρό που χρησιμεύει για πόση, ποτό και ιδίως οινοπνευματώδες νεοελλ. 1. οινοποσία 2. μεθύσι 3. έξη στην κατανάλωση οινοπνευματωδών, αλκοολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποτόν, κατ επίδραση τής υποτακτικής αορ. (να, θα) πιω τού… …   Dictionary of Greek

  • ποτοαπαγόρευση — Κίνηση που εκδηλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα για την απαγόρευση της παραγωγής, της πώλησης και της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Από το 1871 χρονολογείται η πρώτη νόμιμη απαγόρευση, στην… …   Dictionary of Greek

  • ψευδάνθρακας — Φλεγμονώδης δερματοπάθεια, που οφείλεται συνήθως στην ταυτόχρονη ανάπτυξη και συνένωση πολλών δοθιηνών. Παθογόνο αίτιο του ψ. είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος και σπανιότερα ο στρεπτόκοκκος, που εισχωρεί στο δέρμα από τον θύλακο των τριχών ή τους… …   Dictionary of Greek

  • αδενολιπωμάτωση — Διαταραχή της θρέψης, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό λιπωμάτων. Τα λιπώματα αυτά εντοπίζονται στον τράχηλο, στις μασχάλες και στην περιοχή των βουβώνων. Πρόκειται για καλοήθεις διογκώσεις, που μπορούν όμως να προκαλέσουν ενοχλήσεις, πιέζοντας… …   Dictionary of Greek

  • Κας, Τζόνι — (Johnny Cash, Κίνγκσλαντ, Αρκάνσας, ΗΠΑ 1932 –). Αμερικανός τραγουδιστής και συνθέτης. Γοητευμένος από την κάντρι και γκόσπελ μουσική, ο Κ. άρχισε να μαθαίνει κιθάρα και να γράφει τραγούδια σε ηλικία 12 ετών. Η σταδιοδρομία του άρχισε μετά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”